κακοσούρης

κακοσούρης
-ούρα, -ικο και κακόσουρος και κακόσουρτος, -η, -ο
δυστυχής, ταλαίπωρος, κακόμοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κακοσούρης < κακοσούρτης, το οποίο είναι νόθο σύνθ. με α' συνθετικό κακ(ο)-* και β' συνθετικό το ιταλ. sorte «μοίρα, τύχη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”